-
1 сосуд
сосуд м 1) το σκεύος, το δοχείο, το αγγείο 2) анат. το αγγείο· кровеносные \сосуды τα αιμοφόρα αγγεία* * *м1) το σκεύος, το δοχείο, το αγγείο2) анат. το αγγείοкровено́сные сосу́ды — τα αιμοφόρα αγγεία
-
2 капилляр
-а α.σωληνίσκος. Μ τριχοειδές αγγείο•кровеносные -ы τριχοειδή αιμοφόρα αγγεία•
лимфатические -ы λεμφοφόρα τριχοειδή αγγεία, λεμφαγγεία.
-
3 сосуд
-а α.αγγείο, δοχείο•стеклянный -γυάλινο δοχείο•
глиняный сосуд πήλινο δοχείο.
|| αγγείο σώματος (ανθρώπου, ζώων)•лимфатические -ы λυμφατικά αγγεία•
кровеносные -ы αιμοφόρα αγγεία.
-
4 мозговой
(мед) εγκεφαλικός, του μυελού- ая оболочка η μήνιγξ/μήνιγγα του εγκεφάλουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мозговой
-
5 сообщающийся
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сообщающийся
-
6 волосной
волосн||ойприл анат., физ. τριχοειδής:\волоснойые сосу́ды τά τριχοειδή ἀγγεία -
7 гончарный
гончар||ныйприл κεραμικός, ἀγγειοπλαστικός:\гончарныйное производство ἡ κεραμική, ἡ ἀγγειοπλαστική· \гончарныйные изделия τά είδη ἀγγειοπλαστικής, τά πήλινα ἀγγεία. -
8 кровеносный
кровеносн||ыйприл αίμοφόρος:\кровеносныйая система τό αίμοφόρον (или τό κυκλοφορικό) σύστημα· \кровеносныйые сосуды τά αίμοφόρα ἀγγεϊα. -
9 лимфэтический
ли́мф||этическийприл λεμφοφόρος, λεμφικός:\лимфэтическийэтические сосуды τά λεμφο-φόρα ἀγγεία· \лимфэтический этическая система τό λεμφικό[ν] σύστημα. -
10 путь
пут||ьм1. (дорога) ὁ δρόμος, ἡ ὁδός/ ж.-д. ἡ γραμμή:запасной \путь ἡ πλαγία γραμμή· \путьй сообщения οἱ συγκοινωνίες· санный \путь δρόμος γιά τά ἐλκηθρα· морской \путь ἡ θαλασσία ὀδός· во́дным \путьем διά θαλασσής· воздушным \путьем ἀεροπορικώς· на моем \путьй στό δρόμο μου· проложить \путь (тж. перен) ἀνοίγω δρόμο· сбиться с \путьй а) χάνω τό δρόμο, б) перен παρεκκλίνω (или ἐκτρέπομαι) ἀπ' τόν δρόμο·2. перен ὁ δρόμος, ἡ ὁδός:по ленинскому \путьй στό δρόμο τοῦ λενι-νισμοδ· \путь к миру ὁ δρόμος πρός τήν εἰρήνη·3. (путешествие) τό ταξίδι:пуститься в \путь ξεκινώ γιά ταξίδι· счастливого \путьй! καλό ταξίδι!· держать \путь κατευθύνομαι, πορεύομαι, πηγαίνω· в двух днях \путьй от... δυό μέρες δρόμος ἀπό...·4. \путьи мн. анат. οἱ πόροι:дыхательные \путьи́ τα ἀναπνευστικά ὀργανα· желчные \путьй τά χολαγωγά ἀγγεΐα·5. (способ) τό μέσο[ν], ὁ τρόπος:каки́м \путьем? μέ τί τρόπο;· любым \путьем μέ κάθε μέσο, μέ κάθε τρόπο· тем или иным \путьем μέ τόν δνα ἡ τόν ἄλλο τρόπο· окольным \путьем, окольными \путьями ἐμμεσα, ἐμμέσως, ἀπό πλάγιο δρόμο· ◊ последний \путь ἡ κηδεία, τό τελευταίο ταξ(ε)ίδι· по \путьй στό δρόμο μου, καθ' ὀδόν наставить кого́-л. на \путь истины βάζω (или φέρνω) κάποιον στον ἰσιο δρόμο· совратить с \путьй ξεμυαλίζω, ἀποπλανώ· Млечный Путь астр. ὁ Γαλαξίας. -
11 сообщаться
сообща||ться1. (иметь связь, соединение) συγκοινωνώ, ἐπικοινωνώ:\сообщатьсяющи́еся сосуды физ. τά συγ-κοινωνοῦντα ἀγγεϊα· эта комната \сообщатьсяется с другой αὐτό τό δωμάτιο συγκοινωνεί μέ τό ἀλλο2. (находиться в общении) ἐπικοινωνώ. -
12 венечный
επ.1. του στεφάνου• του φωτεινού κύκλου• του περιζώματος (οικοδομής).2. στεφανιαίος•-ые артерии οι στεφανιαίες αρτηρίες•
-ые сосуды στεφανιαία αγγεία.
-
13 волосной
κ. волоснниεπ.τριχοειδής•-ые сосуды τριχοειδή αγγεία.
-
14 глина
-ы θ.άργιλος, αργιλόχωμα•белая ή фарфоровая глина λευκή άργιλος, ασπρογή, ασπρόχωμα, καολίνη•
огнеупорная глина πυρίμαχος άργιλος ή χώμα της φωτιάς.
|| πηλός, λάσπη•изделия из -ы πήλινα αγγεία (είδη)•
обмазывать -ой стоны αλείφω τους τοίχους με λάσπη.
-
15 глиняный
επ.1. πήλινος, χωμάτινος•-ая посуда πήλινα αγγεία•
глиняный горшок πήλινο δοχείο.
2. αργιλώδης, αργιλούχος. -
16 капиллярный
επ.τριχοειδής•-ые сосуды земли τριχοειδή αγγεία εδάφους•
-ая сеть δίχτυ τριχοειδών αγγείων.
-
17 коронарный
επ. -ые сосуды στεφανιαία αγγεία. -
18 кровеносный
επ.αιμοφόρος•-ые сосуды αιμοφόρα αγγεία•
-ая система κυκλοφοριακό σύστημα του αίματος.
-
19 лимфатический
επ.1. λεμφικός, λεμφατικός•-ая система λεμφικό ή λεμφοφόρο σύστημα•
-ие железы λεμφατικοί αδένες, λεμφαδένες•
-ие сосуды λεμφαγγεία•
лимфатический ствол κικός πόρος•
-ие капилляры λεμφοφόρα ή τριχοειδή αγγεία.
2. άτονος, μαλθακός, αδύνατος•-ая натура λεμφατική φύση•
лимфатический темперамент λεμφατική κράση (λεμφατισμός).
-
20 млечники
-ов πλθ. βοτ. αγγεία γαλακτώδους χυμού.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγγεία — (Ανατ.).Ελαστικοί σωλήνες στους οποίους κυκλοφορεί το αίμα. Οι σωλήνες αυτοί είναι διαφόρων μεγεθών. Τα α. απαρτίζουν το αγγειακό σύστημα, που διαιρείται σε αιμοφόρο και λεμφικό. Στο πρώτο συμπεριλαμβάνονται οι αρτηρίες, οι φλέβες και τα… … Dictionary of Greek
ἀγγεῖα — ἀγγεῖον vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρόμορφα αγγεία — Ο σημαντικότερος τύπος γραπτών αγγείων της κλασικής περιόδου. Εμφανίζονται μετά το 530 π.Χ., αντικαθιστώντας σταδιακά τον μέχρι τότε κυρίαρχο τύπο των μελανόμορφων αγγείων (ο οποίος επιβιώνει σε μεταγενέστερες εξαιρέσεις, όπως οι Παναθηναϊκοί… … Dictionary of Greek
διάτρητα αγγεία — Τύπος ρωμαϊκών αγγείων από υλικό μεγάλης αξίας, τα οποία παρουσίαζαν δυσκολία στην επεξεργασία τους, εξαιτίας των σχισμών που πολύ συχνά γίνονταν κατά τη ζύμωσή τους από τον κατασκευαστή. Η ονομασία τους, άλλωστε, σημαίνει αγγεία γεμάτα σχισμές… … Dictionary of Greek
τριχοειδή αγγεία — Εξαιρετικά λεπτοί σωληνίσκοι που αποτελούν, σύμφωνα με τις κλασικές αντιλήψεις, τους φορείς σύνδεσης των αρτηριακών και των φλεβικών αγγείων. Στη σύγχρονη ορολογία, αντίθετα το τ.α. είναι μια λειτουργική οργανική ενότητα η οποία αποτελείται από… … Dictionary of Greek
ωοκέλυφα αγγεία — Όρος με τον οποίον χαρακτηρίζονται ορισμένα αρχαία αγγεία της Κνωσού και της Φαιστού, εξαιτίας της λεπτότητας των τοιχωμάτων τους. Τα αγγεία αυτά, που λέγονται και υμενόστρακα, μαρτυρούν μεγάλη επιτηδειότητα στην κατασκευή τους και… … Dictionary of Greek
αιμοφόρα αγγεία — Βλ. λ. αγγείο … Dictionary of Greek
μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με … Dictionary of Greek
στεφανιαία αγγεία — (Ανατ.). Λέγονται έτσι ορισμένες φλέβες και αρτηρίες των οποίων η διάταξη μοιάζει με στεφάνι. Ο όρος σ. χρησιμοποιείται και για τον χαρακτηρισμό μιας ημικυκλικής εγκάρσιας ραφής του κρανίου, με την οποία συναρμόζεται το μετωπιαίο οστό με τα δυο… … Dictionary of Greek
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
καμαραϊκά — αγγεία, τα είδος χρωματιστών προϊστορικών αγγείων που βρέθηκαν κοντά στο χωριό Καμάρες της Kρήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)