Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὰ ἀγγεῖα

  • 1 сосуд

    сосуд м 1) το σκεύος, το δοχείο, το αγγείο 2) анат. το αγγείο· кровеносные \сосуды τα αιμοφόρα αγγεία
    * * *
    м
    1) το σκεύος, το δοχείο, το αγγείο
    2) анат. το αγγείο

    кровено́сные сосу́ды — τα αιμοφόρα αγγεία

    Русско-греческий словарь > сосуд

  • 2 капилляр

    α.
    σωληνίσκος. Μ τριχοειδές αγγείο•

    кровеносные -ы τριχοειδή αιμοφόρα αγγεία•

    лимфатические -ы λεμφοφόρα τριχοειδή αγγεία, λεμφαγγεία.

    Большой русско-греческий словарь > капилляр

  • 3 сосуд

    α.
    αγγείο, δοχείο•

    стеклянный -γυάλινο δοχείο•

    глиняный сосуд πήλινο δοχείο.

    || αγγείο σώματος (ανθρώπου, ζώων)•

    лимфатические -ы λυμφατικά αγγεία•

    кровеносные -ы αιμοφόρα αγγεία.

    Большой русско-греческий словарь > сосуд

  • 4 мозговой

    (мед) εγκεφαλικός, του μυελού
    - ая оболочка η μήνιγξ/μήνιγγα του εγκεφάλου

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мозговой

  • 5 сообщающийся

    συγκοινωνών
    - еся сосуды физ. τα συγκοινωνούντα δοχεία/αγγεία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сообщающийся

  • 6 волосной

    волосн||ой
    прил анат., физ. τριχοειδής:
    \волоснойые сосу́ды τά τριχοειδή ἀγγεία

    Русско-новогреческий словарь > волосной

  • 7 гончарный

    гончар||ный
    прил κεραμικός, ἀγγειοπλαστικός:
    \гончарныйное производство ἡ κεραμική, ἡ ἀγγειοπλαστική· \гончарныйные изделия τά είδη ἀγγειοπλαστικής, τά πήλινα ἀγγεία.

    Русско-новогреческий словарь > гончарный

  • 8 кровеносный

    кровеносн||ый
    прил αίμοφόρος:
    \кровеносныйая система τό αίμοφόρον (или τό κυκλοφορικό) σύστημα· \кровеносныйые сосуды τά αίμοφόρα ἀγγεϊα.

    Русско-новогреческий словарь > кровеносный

  • 9 лимфэтический

    ли́мф||этический
    прил λεμφοφόρος, λεμφικός:
    \лимфэтическийэтические сосуды τά λεμφο-φόρα ἀγγεία· \лимфэтический этическая система τό λεμφικό[ν] σύστημα.

    Русско-новогреческий словарь > лимфэтический

  • 10 путь

    пут||ь
    м
    1. (дорога) ὁ δρόμος, ἡ ὁδός/ ж.-д. ἡ γραμμή:
    запасной \путь ἡ πλαγία γραμμή· \путьй сообщения οἱ συγκοινωνίες· санный \путь δρόμος γιά τά ἐλκηθρα· морской \путь ἡ θαλασσία ὀδός· во́дным \путьем διά θαλασσής· воздушным \путьем ἀεροπορικώς· на моем \путьй στό δρόμο μου· проложить \путь (тж. перен) ἀνοίγω δρόμο· сбиться с \путьй а) χάνω τό δρόμο, б) перен παρεκκλίνω (или ἐκτρέπομαι) ἀπ' τόν δρόμο·
    2. перен ὁ δρόμος, ἡ ὁδός:
    по ленинскому \путьй στό δρόμο τοῦ λενι-νισμοδ· \путь к миру ὁ δρόμος πρός τήν εἰρήνη·
    3. (путешествие) τό ταξίδι:
    пуститься в \путь ξεκινώ γιά ταξίδι· счастливого \путьй! καλό ταξίδι!· держать \путь κατευθύνομαι, πορεύομαι, πηγαίνω· в двух днях \путьй от... δυό μέρες δρόμος ἀπό...·
    4. \путьи мн. анат. οἱ πόροι:
    дыхательные \путьи́ τα ἀναπνευστικά ὀργανα· желчные \путьй τά χολαγωγά ἀγγεΐα·
    5. (способ) τό μέσο[ν], ὁ τρόπος:
    каки́м \путьем? μέ τί τρόπο;· любым \путьем μέ κάθε μέσο, μέ κάθε τρόπο· тем или иным \путьем μέ τόν δνα ἡ τόν ἄλλο τρόπο· окольным \путьем, окольными \путьями ἐμμεσα, ἐμμέσως, ἀπό πλάγιο δρόμο· ◊ последний \путь ἡ κηδεία, τό τελευταίο ταξ(ε)ίδι· по \путьй στό δρόμο μου, καθ' ὀδόν наставить кого́-л. на \путь истины βάζω (или φέρνω) κάποιον στον ἰσιο δρόμο· совратить с \путьй ξεμυαλίζω, ἀποπλανώ· Млечный Путь астр. ὁ Γαλαξίας.

    Русско-новогреческий словарь > путь

  • 11 сообщаться

    сообща||ться
    1. (иметь связь, соединение) συγκοινωνώ, ἐπικοινωνώ:
    \сообщатьсяющи́еся сосуды физ. τά συγ-κοινωνοῦντα ἀγγεϊα· эта комната \сообщатьсяется с другой αὐτό τό δωμάτιο συγκοινωνεί μέ τό ἀλλο
    2. (находиться в общении) ἐπικοινωνώ.

    Русско-новогреческий словарь > сообщаться

  • 12 венечный

    επ.
    1. του στεφάνου• του φωτεινού κύκλου• του περιζώματος (οικοδομής).
    2. στεφανιαίος•

    -ые артерии οι στεφανιαίες αρτηρίες•

    -ые сосуды στεφανιαία αγγεία.

    Большой русско-греческий словарь > венечный

  • 13 волосной

    κ. волоснни
    επ.
    τριχοειδής•

    -ые сосуды τριχοειδή αγγεία.

    Большой русско-греческий словарь > волосной

  • 14 глина

    θ.
    άργιλος, αργιλόχωμα•

    белая ή фарфоровая глина λευκή άργιλος, ασπρογή, ασπρόχωμα, καολίνη•

    огнеупорная глина πυρίμαχος άργιλος ή χώμα της φωτιάς.

    || πηλός, λάσπη•

    изделия из -ы πήλινα αγγεία (είδη)•

    обмазывать -ой стоны αλείφω τους τοίχους με λάσπη.

    Большой русско-греческий словарь > глина

  • 15 глиняный

    επ.
    1. πήλινος, χωμάτινος•

    -ая посуда πήλινα αγγεία•

    глиняный горшок πήλινο δοχείο.

    2. αργιλώδης, αργιλούχος.

    Большой русско-греческий словарь > глиняный

  • 16 капиллярный

    επ.
    τριχοειδής•

    -ые сосуды земли τριχοειδή αγγεία εδάφους•

    -ая сеть δίχτυ τριχοειδών αγγείων.

    Большой русско-греческий словарь > капиллярный

  • 17 коронарный

    επ. -ые сосуды στεφανιαία αγγεία.

    Большой русско-греческий словарь > коронарный

  • 18 кровеносный

    επ.
    αιμοφόρος•

    -ые сосуды αιμοφόρα αγγεία•

    -ая система κυκλοφοριακό σύστημα του αίματος.

    Большой русско-греческий словарь > кровеносный

  • 19 лимфатический

    επ.
    1. λεμφικός, λεμφατικός•

    -ая система λεμφικό ή λεμφοφόρο σύστημα•

    -ие железы λεμφατικοί αδένες, λεμφαδένες•

    -ие сосуды λεμφαγγεία•

    лимфатический ствол κικός πόρος•

    -ие капилляры λεμφοφόρα ή τριχοειδή αγγεία.

    2. άτονος, μαλθακός, αδύνατος•

    -ая натура λεμφατική φύση•

    лимфатический темперамент λεμφατική κράση (λεμφατισμός).

    Большой русско-греческий словарь > лимфатический

  • 20 млечники

    -ов πλθ. βοτ. αγγεία γαλακτώδους χυμού.

    Большой русско-греческий словарь > млечники

См. также в других словарях:

  • αγγεία — (Ανατ.).Ελαστικοί σωλήνες στους οποίους κυκλοφορεί το αίμα. Οι σωλήνες αυτοί είναι διαφόρων μεγεθών. Τα α. απαρτίζουν το αγγειακό σύστημα, που διαιρείται σε αιμοφόρο και λεμφικό. Στο πρώτο συμπεριλαμβάνονται οι αρτηρίες, οι φλέβες και τα… …   Dictionary of Greek

  • ἀγγεῖα — ἀγγεῖον vessel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερυθρόμορφα αγγεία — Ο σημαντικότερος τύπος γραπτών αγγείων της κλασικής περιόδου. Εμφανίζονται μετά το 530 π.Χ., αντικαθιστώντας σταδιακά τον μέχρι τότε κυρίαρχο τύπο των μελανόμορφων αγγείων (ο οποίος επιβιώνει σε μεταγενέστερες εξαιρέσεις, όπως οι Παναθηναϊκοί… …   Dictionary of Greek

  • διάτρητα αγγεία — Τύπος ρωμαϊκών αγγείων από υλικό μεγάλης αξίας, τα οποία παρουσίαζαν δυσκολία στην επεξεργασία τους, εξαιτίας των σχισμών που πολύ συχνά γίνονταν κατά τη ζύμωσή τους από τον κατασκευαστή. Η ονομασία τους, άλλωστε, σημαίνει αγγεία γεμάτα σχισμές… …   Dictionary of Greek

  • τριχοειδή αγγεία — Εξαιρετικά λεπτοί σωληνίσκοι που αποτελούν, σύμφωνα με τις κλασικές αντιλήψεις, τους φορείς σύνδεσης των αρτηριακών και των φλεβικών αγγείων. Στη σύγχρονη ορολογία, αντίθετα το τ.α. είναι μια λειτουργική οργανική ενότητα η οποία αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • ωοκέλυφα αγγεία — Όρος με τον οποίον χαρακτηρίζονται ορισμένα αρχαία αγγεία της Κνωσού και της Φαιστού, εξαιτίας της λεπτότητας των τοιχωμάτων τους. Τα αγγεία αυτά, που λέγονται και υμενόστρακα, μαρτυρούν μεγάλη επιτηδειότητα στην κατασκευή τους και… …   Dictionary of Greek

  • αιμοφόρα αγγεία — Βλ. λ. αγγείο …   Dictionary of Greek

  • μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαία αγγεία — (Ανατ.). Λέγονται έτσι ορισμένες φλέβες και αρτηρίες των οποίων η διάταξη μοιάζει με στεφάνι. Ο όρος σ. χρησιμοποιείται και για τον χαρακτηρισμό μιας ημικυκλικής εγκάρσιας ραφής του κρανίου, με την οποία συναρμόζεται το μετωπιαίο οστό με τα δυο… …   Dictionary of Greek

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • καμαραϊκά — αγγεία, τα είδος χρωματιστών προϊστορικών αγγείων που βρέθηκαν κοντά στο χωριό Καμάρες της Kρήτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»